ἥσατο

English (LSJ)

v. ἥδομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. de ἥδομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἥσατο: эп. (= ἥσθη) 3 л. sing. aor. med. к ἥδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἥσατο: ἴδε ἐν λ. ἥδομαι.

English (Autenrieth)

see ἥδομαι.

Greek Monotonic

ἥσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἥδομαι.