v. ἥδομαι.
3ᵉ sg. ao. de ἥδομαι.
ἥσατο: эп. (= ἥσθη) 3 л. sing. aor. med. к ἥδω.
ἥσατο: ἴδε ἐν λ. ἥδομαι.
see ἥδομαι.
ἥσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἥδομαι.