ἥσῠχα: дор. ἅσυχα (ᾱσ) adv. спокойно (Theocr. - v. l. ἅσυχε).
ἥσῠχα: οὐδ. πληθ. τοῦ ἥσυχος (ὃ ἴδε), ὡς ἐπίρρ.
ἥσῠχα: ουδ. πληθ. του ἥσυχος, ως επίρρ.
[neut. pl. of ἥσυχος, as adv.]