v. ἄνω (A),= ἀνύω.
v. ἄνω¹.
ἦνον: impf. к ἄνω I.
ἦνον: ἴδε ἐν λ. ἄνω = ἀνύω.
see ἄνω.
ἦνον: παρατ. του ἄνω = ἀνύω.