ἧφι

English (LSJ)

Ep. for , Il.22.107.

Greek (Liddell-Scott)

ἧφι: Ἐπ. ἀντὶ ᾗ, Ἰλ. Χ. 107.

English (Autenrieth)

(σϝῆφι)=ᾗ, see ὅς, ἑός.

Greek Monotonic

ἧφι: Επικ. αντί , δοτ. θηλ. του ὅς (Λατ. suus).