ᾗ
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense,
1 of place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and Att., S.El.1435; τῇδε.. ᾗ A.Ch.308; ἐκείνῃ.. ᾗ Pl.Phd. 82d; Dor. ᾇ SIG56.28 (Argos, v B.C.).
II of Manner, how, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch.558; ᾗ νομίζεται S.OC1603; ᾗ βούλονται Th.8.71, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις.
2 wherefore, Th.1.25, 2.2,al.
3 in so far as, διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν.. τῷ δέ.. X.Mem.2.1.18, cf. Pl. Men.72b; ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN1096b2.
III with Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15; ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32, etc.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9.
French (Bailly abrégé)
1adv.
1 avec idée de lieu par où : ᾗ ἔμελλον ὁ Ἕλληνες παριέναι XÉN par où les Grecs devaient s'avancer ; ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν XÉN dans la partie du bois où chacun se trouvait;
2 avec idée de manière de la manière que, selon que, comme : ᾗ Λοξίας ἐφήμισεν ESCHL comme l'a prédit Loxias ; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται SOPH elles le baignèrent et le parèrent de vêtements, comme c'est l'usage ; ᾗ βούλονται THC à leur volonté ; ᾗ δυνατόν autant qu'il est possible ; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα XÉN le plus vite que je pourrai ; ᾗ δυνατὸν μάλιστα XÉN le plus possible ; ᾗ ἄριστον XÉN le mieux possible;
3 autant que : ᾗ ὁ μὲν ἑκὼν φάγοι XÉN autant qu'il voudrait bien manger.
Étymologie: dat. sg. fém. de ὅς.
2dat. sg. fém. de l'adj. possess. ὅς, p. ἑός;
33ᵉ sg. sbj. ao. Act. de ἵημι.
English (Autenrieth)
where (whither), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.
Greek Monotonic
ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, σε Όμηρ.· συχνά με επιρρημ. σημασία·
I. χρησιμοποιείται για τόπο, σε όποιο μέρος, όπου, συγγενές με το δεικτικό τῇ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. 1. χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. γι' αυτό, εξαιτίας αυτού, Λατ. quare, στον ίδ.
3. = καθ' ὅτι, ὡς, Λατ. qua, quatenus, σε Ξεν.
III. συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, όσο γρήγορα μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ ἥδιστα, στον ίδ.
• ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅν, δικός του, δική του, δικό του.
German (Pape)
(eigtl. dat. des fem. von ὅς, Adverbial gebraucht, Correlativum zu πῆ),
1 vom Orte, wohin, dem vorausgehenden τῇ entsprechend, ᾗ ῥ' ὅγ' ὁ λυσσώδης – ἡγεμονεύει Il. 13.53, τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ ἡγεμονεύῃς 15.46, vgl. 16.377; – wo, ᾗ ῥ' ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα Il. 12.389; 20.275 und öfter. Da es sonst nicht in anderer Bdtg bei Hom. vorkommt, so ist die Vrbdg ᾗ θέμις ἐστίν mit Spitzner und Bekker in ἣ θέμις ἐστίν zu ändern, Il. 2.73 und öfter (s. θέμις); vgl. Buttmann Lexil. I p. 240, Spitzner zur Il. exc. II.Lehrs Quaest. Ep. p. 44. – Örtlich auch bei den Folgdn, τῇ δ' εἶς ᾗ σ' ἂν ἐγώ περ ἄγω Hes. O. 206; ᾗ νοεῖς ἔπειγε νῦν Soph. El. 1429, eile fort auf dem Wege, den du im Sinne hast; vgl. πῇ, ποῦ, ποῖ; μάρψας ποδός νιν, ἄρθρον ᾗ λυγίζεται, an der Stelle, wo, Tr. 776; τῇδε τελευτᾶν ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει Aesch. Ch. 306; in Prosa, ἐκείνῃ ἑπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. Phaed. 82d, auf die Seite hin, vgl. Rep. VI.492c, Legg. VIII.894d; ᾗ ἔμελλον οἱ Ἕλληνες παριέναι, da, wo, Xen. An. 3.4.37; τὴν ὁδὸν ἔφραζεν, ᾗ εἴη, wo der Weg entlang gehe, 4.5.34; auch c. gen., ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν 6.3.22; οὐχ ᾗ τις ἂν τύχῃ τοῦ σώματος Plat. Soph. 220e.
2 bei den Attikern von der Art und Weise, wie, auf welche Weise, Tragg. und in Prosa, λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται Soph. O.C. 1599, τὸ μὲν δίκαιον οὐχ ᾗ 'γὼ λέγω ἀλλ' ᾗ σὺ κρίνεις El. 330, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 551, ᾗ βούλονται, wie sie wollen, Thuc. 8.71; ἐζητοῦμεν ἄνδρα τὸν τελέως δίκαιον ᾗ γένοιτο Plat. Rep. V.472c; κατ' ἄρθρα ᾗ πέφυκε Phaedr. 265e; auch in wiefern, ᾗ οὐκ ὀρθή Theaet. 184c; Phaed. 64b; ᾗ μὲν διαφέρετον οὐδὲν χαλεπὸν εἰπεῖν Legg. XII.965d; bes. oft ᾗ δυνατόν, soweit es möglich; ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich, Xen. An. 1.2.5, 4.5.1; ohne δύνασθαι, συνταξάμενοι ᾗ ἄριστον, wie es am besten war, so gut wie möglich, Cyr. 2.4.32; τῶν ἀγαθῶν ᾗ ἄριστον καὶ ἥδιστον ἀπολαύσωμεν 7.5.22, vgl. Mem. 2.1.9. S. noch ᾗπερ.
Russian (Dvoretsky)
ᾗ: II adv.
1 куда: ᾗ νοεῖς, ἔπειγέ νυν Soph. поспеши (туда), куда замышляешь; ἐκείνῃ ἐπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. туда следуя, куда она (философия) ведет;
2 атт. как, подобно тому как: ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. как и предрек Локсий (Аполлон);
3 ввиду этого, поэтому: ᾗ καὶ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες Thuc. ввиду этого (фиванцы) с большей легкостью тайно пробрались (в город Платею);
4 поскольку, в той мере как: ᾗ ὁ ἐκὼν πεινῶν φάγοι ἂν ὁπότε βούλοιτο Xen. поскольку добровольно голодающий может поесть, когда захочет;
5 (при superl.) насколько, как можно (ἐλαύνει ᾗ ἐδύνατο τάχιστα Xen.).
ᾗ:
I dat. sing. f к притяж. местоим. ἥ (f от ὅς).
Middle Liddell
I. dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὁ, Hom.: freq. in adverb. sense
1. of place, which way, where, whither, in or at what place, relat. to τῇ, Il., Soph.
II. of Manner, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch., Thuc., etc.
2. wherefore, Lat. quare, Thuc.
3. in so far as, Lat. qua, quatenus, Xen.
III. joined with a Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quick as he was able, Xen.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Xen.