ἰατρίσκος

Greek (Liddell-Scott)

ἰατρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἰατρός, Σωφρόν. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. ΙΙΙ. σ. 448-9.