ἰδιοθάνατος

English (LSJ)

[θᾰ], ον, dying a natural death (cf. ἴδιος 1.6b), Vett.Val.19.2.

German (Pape)

[Seite 1236] ὁ, der eigene Tod, Sp.

Greek Monolingual

ἰδιοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει από φυσικό θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, μελλοθάνατος.