ἰδιωματικός

German (Pape)

[Seite 1237] eigenthümlich, neben οἰκεῖος Clem. Al. protrept. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωματικός: -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰδιωματικός, -ή, -όν) ιδίωμα
αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα, ο διαλεκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ιδιωματική
το σύνολο τών λεκτικών ιδιωμάτων.
επίρρ...
ιδιωματικώς και -ά
με ιδιωματικό τρόπο, διαλεκτικά.