τό, wet clod of earth, Dsc.2.106.
ἰκμόβωλον: τό, ὑγρὸς βῶλος γῆς, Διοσκ. 2. 123.
ἰκμόβωλον, τὸ (Α)υγρός βώλος γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + βῶλος.