ἰκτίδεος

English (LSJ)

α, ον, (ἰκτίν) v. κτίδεος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτίδεος: -α, -ον, (ἰκτὶς) ἴδε ἐν λ΄ κτίδεος.

Greek Monotonic

ἰκτίδεος: -α, -ον (ἰκτίς), βλ. κτίδεος.

Middle Liddell

ἰκτίδεος, η, ον ἰκτίς [v. κτίδεος.]