ἰκτεριάω

English (LSJ)

(ἴκτερος) to be ill of the jaundice, v.l. in Dsc.3.1, M.Ant.6.57, Hld.3.8, S.E.P.1.44, Gal.18(1).250.

German (Pape)

[Seite 1249] an der Gelbsucht leiden, Medic., S. Emp. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ἰκτεριῶ :
avoir la jaunisse.
Étymologie: ἴκτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκτεριάω: (ἴκτερος) πάσχω ἴκτερον, «κιτρινάδα», «χρυσῆ», Διοσκ. 3. 1, Μ. Ἀντων. 6. 57, Ἡλιόδ. 3. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἰκτεριάω: страдать желтухой Sext.