[ῑ], Aeol. for ἱμείρω (q.v.).
ἰμέρρω (Α)(αιολ. τ.) βλ. ιμείρω.
ἰμέρρω: [ῑ], Αιολ. αντί ἱμείρω.
ἰμέρρω: (ῑ) эол. Sappho = ἱμείρω.
äol. = ἱμείρω, Sappho 1.27.