ιμείρω

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

ἱμείρω και ἰμέρρω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ
2. επιθυμώ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος].