ἰξιόεις

English (LSJ)

ἰξιόεσσα, ἰξιόεν, made from ἰξίας, πῶμα Nic.Al.279.

German (Pape)

[Seite 1255] εσσα, εν, von ἰξίας gemacht, ἰξιόεν πῶμα Nic. Al. 279.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξιόεις: εσσα, εν, κατασκευασμένος ἐκ τοῦ φυτοῦ ἰξίας, ἰξιόεν... πῶμα οὐλοφόνον Νικ. Ἀλεξιφ. 279.

Greek Monolingual

ἰξιόεις, -εσσα, -εν (Α) ιξίας
ο κατασκευασμένος από το φυτό ιξίας.