ἰξίας

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξίας Medium diacritics: ἰξίας Low diacritics: ιξίας Capitals: ΙΞΙΑΣ
Transliteration A: ixías Transliteration B: ixias Transliteration C: iksias Beta Code: i)ci/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, = χαμαιλέων μέλας, chamaeleon-thistle, Cardopatium corymbiferum., Dsc.3.9, Alex.21, Gal.14.140.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, eine Pflanze, mit giftigem Safte, = ἰξία 2, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίας: -ου, ὁ, δηλητηριῶδές τι φυτόν, ὅπερ «ἐν τῷ πίνεσθαι οἷόν τι ὠκίμῳ κατὰ τὴν ὀσμὴν καὶ κατὰ τὴν γεῦσιν ἐμφαίνει· ἐπιφέρει δὲ γλώσσης φλεγμονὰς» κτλ. Διοσκ. περὶ Δηλητηρίων Φαρμάκων 21, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

ἰξίας, ὁ (Α) ιξία
το δηλητηριώδες φυτό χαμαιλέων ο μέγας.