ἰσήρης
English (LSJ)
ἰσήρες, = ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472, cf. Nic.Th.643 [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.
German (Pape)
[Seite 1263] ες, gleichgefugt, gleich; ψῆφοι Eur. I. T. 1472; Nic. Th. 643.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
ajusté également ; égal, semblable à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσήρης: положенный в равном количестве, равный: ἰσήρεις ψῆφοι Eur. равное количество голосов (за и против).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσήρης: -ες, = ἴσος, ἰσ. ψῆφοι Εὐρ. Ι. Τ. 1472· ὁ Νίκανδρ. ἐδανείσθη τὸν τύπον τοῦτον ποιῶν ῑ ἐν Θηριακ. 643· ῐ αὐτόθι 788· ἰσ. τινὶ ὁ αὐτ. παρὰ Γαλην. 12. 383Α· (περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε κατήρης).
Greek Monolingual
ἰσήρης, -ες (Α)
ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρης (Ι)].
Greek Monotonic
ἰσήρης: -ες (*ἄρω), = ἴσος, σε Ευρ.