ἰσαίομαι

English (LSJ)

poet. for ἰσάζομαι, resemble, Nic.Al.399, Fr.74.56; to be made equal, Arat.235, 513:—Act., ἰσαίω is implied in ἰσήι (Boeot. for ἰσαίει)· ἰσοῖ, ἰσάζει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσαίομαι: ποιητ. ἀντὶ ἰσάζομαι, ὁμοιάζω, ἰσαιομένην... νάρδῳ Νικ. Ἀλεξιφ. 399, Ἀποσπ. 2. 56, Ἄρατ. 235. 513.

Greek Monolingual

ἰσαίομαι (Α) ίσος
(μτγν. ποιητ. τ. του ισάζομαι)
1. ομοιάζω
2. γίνομαι ίσος
3. (το ενεργ.) ἰσαίω
(κατά τον Ησύχ.) «ἰσοῖ, ἰσάζει».