ἰσθμώδης
English (LSJ)
ἰσθμῶδες, = ἰσθμοειδής, Th.7.26: Sup., Scymn.926.
German (Pape)
[Seite 1263] ες, = ἰσθμοειδής, Thuc. 8, 25.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un isthme.
Étymologie: ἰσθμός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἰσθμώδης: имеющий вид перешейка, узкий как перешеек (χωρίον Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσθμώδης: -ες, = ἰσθμοειδής, Θουκ. 7. 26.
Greek Monolingual
ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμός
ισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.
Greek Monotonic
ἰσθμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = ἰσθμοειδής, σε Θουκ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
isthmi formam habens, having the shape of an isthmus, 7.26.2, 8.25.5.