ἰσχνόπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, Glossaria on ταναύποδα, Sch.Od.9.464.

German (Pape)

[Seite 1272] οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. ταναύπους.

Greek Monolingual

ἰσχνόπους, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεπτές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πούς.