ταναύπους
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(i.e. τανάϝπους, cf. ταναός), ποδος, ὁ, ἡ, Ep. form for τανύπους (q.v.), stretching the feet, long-striaing, long-shanked, μῆλα ταναύποδα Od.9.464, h.Ap.304, h.Merc.232.
German (Pape)
[Seite 1067] ποδος, altepische Form statt des ungebräuchlichen ταναόπους, mit gestreckten Füßen, die Füße streckend, langbeinig od. lange Schritte machend, od. schlank laufend; μῆλα, Od. 9, 464, Schol. τεταμένοις τοῖς ποσὶ βαδίζοντα ἢ ἰσχνόποδα; H. h. Apoll. 304 Merc. 232. Vgl. übrigens τανύπους.
Russian (Dvoretsky)
τᾰναύπους: 2, gen. ποδος длинноногий или на стройных ногах (μῆλα Hom., HH).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναύπους: (ὅ ἐστι τανάϝπους, πρβλ. ταναός), -ποδος, ὁ, ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. τύπος ἀντὶ τανύπους, ὁ τεταμένοις τοῖς ποσὶ βαδίζων, μῆλα ταναύποδα (ὅπερ δεικνύει ὅτι τὰ Ἑλληνικὰ πρόβατα ὡμοίαζον πρὸς τὰ mouflon ἢ ἄγρια πρόβατα τῆς Σαρδοῦς), Ὀδ. Ι. 464, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204, εἰς Ἑρμ. 232· ― ὁ κοινὸς τύπος τανύπους ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 837, ὡς ἐπίθετον τῶν Ἐρινύων, πρβλ. τανύδρομος. ― Ἀλλὰ παρ’ Εὐσταθ. σελ. 1630, 43. ταναΰποδα, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 396.
English (Autenrieth)
ποδος: long-legged, i. e. slender-legged, Od. 9.464†.
Greek Monolingual
και τανύπους και τανάFπους, -οδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ-πους (αντί ταναόπους) < ταναός «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, -αυ- αντί -αο-, που οφείλεται πιθ. σε βοιωτική αντιπροσώπευση τών -αο- σε -αυ-), ενώ ο τ. τανύ-πους < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι βλ. λ. + πούς, ποδός (πρβλ. πολύπους)].
Greek Monotonic
τᾰναύπους: (δηλ. τανάϜπους), -ποδος, ὁ, ἡ, αρχαίος Επικ. τύπος αντί τανύπους, αυτός που βαδίζει έχοντας τεντωμένα τα πόδια, αυτός που κάνει μεγάλους διασκελισμούς, που έχει μακριά σκέλια, σε Ομηρ. Ύμν., Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
τᾰναύ-πους, [i. e. τανάϝπους] [old epic form for τανύπους
stretching the feet, long-striding, longshanked, Hhymn., Od.