ἰσόδρομος

English (LSJ)

ἰσόδρομον,
A keeping pace with, τινι Pl.Ti.38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu.399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.).
II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichlaufend; Plat. Tim. 38 d; Arist. de mund. 6; Dion. Per. 120.

Greek Monolingual

ἰσόδρομος, -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)
1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον
2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» — δρόμος του ίδιου μήκους
β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερόδρομος, νεόδρομος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόδρομος: и 3
1 бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);
2 равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον μῆκος Anth. бег на одинаковое расстояние.