ἰτέϊνος
English (LSJ)
[ῑτ], η, ον,
A of willow, ἰ. ῥάβδος Hdt.4.67, cf. Thphr. HP 5.3.4, PCair.Zen.353.5 (iii B.C.); τὰ ἰ. Sammelb.5807.3.
II made of withy rods, wicker, ἰ. σάκεα Theoc.16.79.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de saule, d'osier;
2 fait d'osier.
Étymologie: ἰτέα.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτέϊνος: ῑτ, -η, -ον, ἐξ ἰτέας, Λατ. salignus, ἰτ. ῥάβδος Ἡρόδ. 4. 67, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 4. ΙΙ. ἐκ κλάδων ἢ κλωναρίων ἰτέας κατασκευασμένος, ἀχθόμενοι σακέεσσι βραχίονας ἰτεΐνοισιν Θεόκρ. 16. 79, 22. 190.
German (Pape)
[ῑ], von Weiden gemacht, geflochten; ῥάβδος Her. 4.67; σάκεα Theocr. 16.79; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἰτέϊνος: (ῑτ) ивовый, сплетенный из ивовой лозы (ῥάβδος Her.; σάκεα Theocr.).