ἰταμία

English (LSJ)

ἡ, = ἰταμότης, LXX Je.29.17 (49.16).

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, = ἰταμότης, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμία: ῐ, ἡ, ἰταμότης, Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΘ΄, 15).

Greek Monolingual

ἰταμία, ἡ (Α) ιταμός
ιταμότητα.