ιταμός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴ-της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. ἰ-έναι, ἰ-τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλαμός, ποταμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].