ἰχθυήματα

English (LSJ)

τά, (ἰχθύα) fish-scales: hence, scrapings, shavings, λωτοῦ Hp.Ulc.13,al.:sg.only, ib.21.

German (Pape)

[Seite 1275] τά, eigtl. Fischschuppen, bei Hippocr. λεπίσματα φλοιῶν, Erotian. erkl. ῥινίσματα, Raspelspäne.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυήματα: τά, (ἰχθύα) λεπίδες, κοιν. «λέπια» ἰχθύων· ἐντεῦθεν, πράγματα σμικρὰ ὁμοιάζοντα μὲ λεπίδας, λεπίσματα, κ.τ.τ., Ἱππ. 877D, 880F, C, κτλ.· τὸ ἑνικ. μόνον ἐν 880F. - Κατὰ τὸν Ἐρωτιανόν (σ. 488), «ἰχθυήματα, λεπίσματα φλοιῶν».

Greek Monolingual

ἰχθυήματα, τὰ (Α) ιχθύς
1. λέπια ψαριών
2. όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («ἰχθυήματα λωτοῦ», Ιπποκρ.).