ἰχθυεῖον

English (LSJ)

τό, fish-market, dub. in IG12(2).646a.49 (Nesos).

Greek Monolingual

ἰχθυεῖον, τὸ (Α) ιχθύς
επιγρ. η ψαραγορά, τα ψαράδικα.