ψαραγορά

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τόπος όπου γίνεται η αγοραπωλησία ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγορά].