ἰχνελάτης

English (LSJ)

v. ἰχνηλάτης.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, = ἰχνηλάτης; τετραπόδων Zosim. 1 (VI, 183); θιάσων Ep. ad. 353 (Plan. 289).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἰχνηλάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνελάτης: ου ὁ выслеживатель (τετραπόδων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνελάτης: ἴδε ἐν λ. ἰχνηλάτης.

Greek Monotonic

ἰχνελάτης: -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, ιχνηλάτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰχν-ελάτης, ου,
one who pursues the track, Anth.