ἰχνηλάτης

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνηλάτης Medium diacritics: ἰχνηλάτης Low diacritics: ιχνηλάτης Capitals: ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: ichnēlátēs Transliteration B: ichnēlatēs Transliteration C: ichnilatis Beta Code: i)xnhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, tracker, (ἀληθείας) Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνηλάτης: ου ὁ Plut. = ἰχνελάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδηλάτης, χρυσηλάτης].