ἰόκολπος

English (LSJ)

ἰόκολπον, = ἰόζωνος, Alc.63 (Sapphus est), Sapph. Supp.17.5.

German (Pape)

[Seite 1256] mit purpurfarbnem Busen (des Gewandes, vielleicht = ἰόζωνος), Alc. bei Apoll. de pron. 384 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sein paré de violettes.
Étymologie: ἴον, κόλπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόκολπος: -ον, = ἰόζωνος, Ἀλκαῖος 12.

Greek Monolingual

ἰόκολπος, -ον (Α)
ἰόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»].