κοσμάριον παιδικόν, Hsch.
ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».