ἱέρωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A consecrated object, offering, ἰαρώματα Supp.Epigr.1.414.7 (Crete, v/iv B.C., nisi leg. ἀρώματα); ἱαρ[ώ]ματα IG4.917 (Epid., iv B.C.), cf. LXX 2 Ma.12.40, J.AJ1.19.10, Dam.Isid.71.
II = σκόλλυς (Lacon.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1243] τό, das Geweihte, Geopferte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱέρωμα: τό, πρᾶγμα καθιερωμένον ἐις τὸν θεόν, προσφορά, Ἐβδ. (Β΄ Μακκ. Ιβ΄, 40). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν (ἢ) σκόλλυν».
Greek Monolingual
ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ
1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».