ἱεράκειος
English (LSJ)
α, ον, of a hawk, πρόσωπον Porph. ap. Eus.PE3.12.
German (Pape)
[Seite 1240] habichtähnlich, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράκειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἱέρακα ἢ ὅμοιος αὐτῷ, πρόσωπον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 116D.
Spanish
Greek Monolingual
ἱεράκειος, -εία, -ον (Α) ιέραξ
αυτός που αναφέρεται σε γεράκι ή μοιάζει με γεράκι («ἱεράκειον πρόσωπον»).
Léxico de magia
-ον de halcón (καταγράφεται) τὸ δὲ τῆς καλπάσσου φύλλον αἵματι ἱερακείῳ, ᾧ συμμίσγεται αἰθάλη χρυσοχόου la hoja de lino se pinta con sangre de halcón, con la que se mezcla polvo de orfebre P IV 2103