ἱερακάριος

English (LSJ)

[ῐε], ὁ, = ἱερακοτρόφος, Cat.Cod.Astr.8(4).217.

Greek Monolingual

ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ)
ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, -ακος + επίθημα -άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδάριος, υποθηκάριος)].