ἱερακία

English (LSJ)

βοτάνη, = ἱεράκιον 1 (hawk-weed), Horap.1.6.

Greek Monolingual

ἱερακία, ἡ (Α) ιέραξ
φρ. «ἱερακία βοτάνη» — το βότανο ιεράκιο.