ἱερακιάς

English (LSJ)

ἱερακιάδος, ἡ, = ἱερακία (hawk-weed) Alex.Trall.2.

Greek Monolingual

ἱερακιάς, -άδος ἡ (Α) ιέραξ
το βότανο ιεράκιο.