ἱεροθέσιον

English (LSJ)

τό, monument, mausoleum, OGI383.36 (Nemrud Dagh), 403.1 (Kara Kush, i B.C.).

Greek Monolingual

ἱεροθέσιον, τὸ (Α) ιεροθέτης
μνημείο, μαυσωλείο.