ἱερώνυμος

English (LSJ)

ἱερώνυμον, (ὄνομα) of hallowed name, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 1243] mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.

French (Bailly abrégé)

dont le nom est sacré.
Étymologie: ἱερός, ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

ἱερώνῠμος: носящий священное имя Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων ἱερὸν ὄνομα, Λουκ. Λεξιφ. 10.

Greek Monolingual

-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμος
γένος ευφορβιοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος)].

Mantoulidis Etymological

(=πού ἔχει ἱερό ὄνομα). Ἀπό τό ἱερός + ὄνομα. Δές στό ἱερός γιά ἄλλα παράγωγα.