ἱκέτευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.

German (Pape)

τό, das Schutzflehen; Thuc. 1.136; Plut. Them. 24.

Russian (Dvoretsky)

ἱκέτευμα: ατος τό просьба, мольба (μέγιστον Thuc., ἀπαραίτητον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.

Greek Monolingual

ἱκέτευμα, τὸ (Α) ικετεύω
τρόπος ικεσίας, δεήσεως.

Greek Monotonic

ἱκέτευμα: [ῐ], -ατος, τό, τρόπος ικεσίας, δέησης, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἱ˘κέτευμα, ατος, τό,
a mode of supplication, Thuc.

English (Woodhouse)

method of supplication

Lexicon Thucydideum

supplicandi modus, manner of supplicating, 1.137.1.