ἱκετευτικός

English (LSJ)

ἱκετευτική, ἱκετευτικόν, supplicatory, Sch.S.OT 143; = precarius, Glossaria Adv. ἱκετευτικῶς Hsch. s.v. ἀντήδης.

German (Pape)

[Seite 1247] den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετευτικός: -ή, -όν, παρακλητικός, Σχόλ. εἰς Σοφ. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντήδην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.