ἱλέωσις

English (LSJ)

[ῑλ], εως, ἡ, propitiation, Plu.in Hes.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλέωσις: -εως, ἡ, ἐξιλέωσις, Μιχ. Ψελλ. ἐκ τῶν Χαιρήμονος Αἰγυπτιακῶν, Bull. d. cor. hell. I. σ. 201.

Greek Monolingual

ἱλέωσις, ἡ (Α) ιλεούμαι
εξιλέωση.