εξιλέωση
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
η (AM ἐξιλέωσις) εξιλεώνω
1. εξευμενισμός, καταπράυνση
2. εξαγνισμός, άφεση παραπτώματος.