ἱμαντισμός

English (LSJ)

ὁ, in building, insertion of bonding courses, PTeb.402.32 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἱμαντισμός, ὁ (Α) ιμάς
(για τοιχοδομία) η παρεμβολή συνδετικών αρμών, η παρεμβολή δοκών.