Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοιχοδομία

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η, Ν τοιχοδομώ
1. τοιχοποιία
2. αρχαιολ. ο τρόπος κατασκευής τοίχου.