ἱματιοφόριον
English (LSJ)
τό, = ἱματιοφορίς (clothes hanger, portmanteau), Sammelb. 7033.42, 43 (v AD).
Greek Monolingual
ἱματιοφόριον, τὸ (Α)
η ιματιοφορίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -φόριον (< -φορον < φέρω), πρβλ. αρτοφόριον].
τό, = ἱματιοφορίς (clothes hanger, portmanteau), Sammelb. 7033.42, 43 (v AD).
ἱματιοφόριον, τὸ (Α)
η ιματιοφορίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -φόριον (< -φορον < φέρω), πρβλ. αρτοφόριον].