ἱμεροδερκής

German (Pape)

[Seite 1253] ές, sehnsüchtig blickend, Paul. Sil. amb. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροδερκής: -ές, ὁ προσβλέπων μὲ βλέμμα πλῆρες ἐπιθυμίας, Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 275.

Greek Monolingual

ἱμεροδερκής, -ές (Α)
αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].