-ου, ὁ, = ἱππεύς 1v, Apul. ap. Lyd.Mens.4.7.
ἱππίας: -ου, ὁ, ὄνομα κομήτου, Ἰω. Λυδ. σ. 272 Rötth.
ἱππίας, ὁ (Α) ίππος1. είδος κομήτη, ο Ιππεύς2. ως κύριο όν. ό Ἱππίαςόνομα ενός από τους σημαντικότερους σοφιστές.