ἱππαστήρ

English (LSJ)

ἱππαστῆρος, ὁ, = ἱππαστής (fit for riding), metaph of the μύωψ, AP 5.202 (Asclep.) ; κημός ib. 7.424 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; μύωψ, κημός, Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).

Russian (Dvoretsky)

ἱππαστήρ: ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский (κημός, μύωψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ. Ἀνθολ. Π. 5. 203, 7. 424.

Greek Monolingual

ἱππαστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος
2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» — το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.).