ιππάζομαι
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ἱππάζομαι (Α) ίππος
1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ' ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.)
2. ιππεύω («ἱππάζομαι ἐφ' ἵππων», Ηρόδ.)
3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι
4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν», Πλούτ.)
5. (σπαν. ενεργ.) ἱππάζω
ιππεύω.