ἱππηγέτης

English (LSJ)

ἱππηγέτου, ὁ, driver of horses, of Poseidon, Lyc.767.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, Rosseführer, -lenker, Poseidon, Lycophr. 767.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηγέτης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππους, «ὁ Ποσειδῶν παρὰ Δηλίοις» (Σχολ.), Λυκόφρ. 767.

Greek Monolingual

ἱππηγέτης, ὁ (Α)
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἡγέτης (< ήγοῦμαι)].